περιτοναϊκός

περιτοναϊκός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο περιτόναιο
2. φρ. α) «περιτοναϊκή διάλυση» — η περιτοναιοκάθαρση
β) «περιτοναϊκή κοιλότητα» — ο σχισμοειδής χώρος ανάμεσα στο περίτονο και στο περισπλάγχνιο πέταλο τού περιτοναίου
γ) «περιτοναϊκό υγρό» — ορώδες υγρό τής κοιλότητας τού περιτοναίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. peritoneal (cavity) < peritoneum (βλ. λ. περιτόναιος). Ο τ. μαρτυρείται από το 1891 στον Δ. Πετρίνη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”